Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΟΝΙΑΣ (Μέρος 10ο και τελευταίο)



     ΤΟ Γ' ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ "ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ"
ΜΕΡΟΣ 10ο (Συνέχεια από το 9o μέρος)



  […] Η τηλεόραση – και ειδικά οι χαρούμενες μουσικές εκπομπές της – έκανε ανάγλυφο το βαθύ εθνικό πένθος. Η μουσική της φύσεως σκεπάστηκε απ΄ τους νυχθημερόν – βάρβαρους  ήχους των ανθρωπίνων δημιουργημάτων. Πιο βάρβαρη ήταν η επιβολή μουσικής σε πολλούς δημόσιους χώρους. Αν τολμούσες δε να διαμαρτυρηθείς, οι υπεύθυνοι, αλλά και οι παραβρισκόμενοι , σε κοιτούσαν σαν να ήσουν παράξενος, γιατί οι άνθρωποι  δεν διεκδικούσαν πια. Για την μουσική των αιθέρων, ας μην κάνουμε λόγο. Οι άνθρωποι δε ή μουγκάθηκαν ή έγιναν ψευδομιλητικοί απ΄ το άγχος μιας εκβιασμένης κοινωνικότητος.
   Η σιωπή γενικώς τελούσε εν απαγορεύσει. Εν αντιθέσει με τον φειδωλό λόγο στα χωριά, που οικονομούσε διάρκεια. Βέβαια στα χωριά, έξω απ΄ τα σπίτια η γλώσσα των ανθρώπων πήγαινε ροδάνι από ζωτική υπερχείλιση. Αντιθέτως στα δημόσια μέρη των μεγαλουπόλεων η σιωπή ήταν ο κανόνας. Λόγου χάρη η υπεροπτική – λίγο έμφοβη αλήθεια – σιωπή στα αεροπλάνα μεταδόθηκε πια και στα πιο λαϊκά, υπεραστικά λεωφορεία. Βέβαια στα χωριά οι άνθρωποι γνωριζόντουσαν.
   Το μοντέλο των μεγαλουπόλεων είχε διοχετευθεί μέσω της τηλεοράσεως και στις μικρές πόλεις. Ακόμα και σε μια μικρή πόλη σπάνια έβλεπες περιπατητή που σήμαινε άνθρωπο στοιχειωδώς διαθέσιμο. Οι οδηγοί κόρναραν δίκην χαιρετισμού σε κανέναν γνωστό τους πεζό που αλαφιαζόταν και δεν προλάβαινε να τους αναγνωρίσει ιδίως τους οδηγούς των μεγάλων τζιπ που είχαν σκούρα τζάμια. Φορούσαν δε μαύρα γυαλιά και πολλές φορές κρεμόντουσαν καλώδια απ τα αυτιά τους. Τριπλοχυρωμένοι. Πώς να τους αναγνωρίσεις; […]
   Ακόμα και τα γενέθλια των παιδιών τα έκαναν έξω απ΄ τα σπίτια τους, σε μαγαζιά. Τα σπίτια είχαν γίνει πια αμυντικά καταφύγια και αναχωρητήρια, εν αντιθέσει με τα μοναστηρόσπιτα του χωριού. Μοναστηρόσπιτα μεν για συγγενείς, στρατοκόπους και κοντοχωριανούς αλλά που όμως οι άνθρωποί τους ζούσαν συνεχώς έξω. Εν αντιθέσει με τους κοτοφώληδες – κατά την παραστατική έκφραση – των μεγαλουπόλεων.
   Οι οικογένειες πια ήταν τριμελείς, το πολύ τετραμελείς. Ζούσαν σε διαμερίσματα ασφυκτικά γεμάτα με πράγματα που όμως δεν πήγαιναν πια επισκέπτες για να δουν. Την αποτροπή την γεννούσε εν πολλοίς η επιδεικτικότης και η ιδιωτική δαψίλεια. Κάτι παραπλήσιο συνέβαινε στα δημόσια πολυτελή μέρη όπου οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα και συγκρατημένα.
   […] Το βάρος που απίθωναν στους ώμους των παιδιών τους οι άνθρωποι ήταν τεράστιο. Πάση θυσία να ξεχωρίσουν, να λάμψουν, να τους δικαιώσουν. Μιλούσαν βέβαια υποκριτικά για την υγεία. Υγεία και τίποτα άλλο.
   Έβλεπες τα παιδιά να έχουν βλέμμα ενήλικα και τους εφήβους  χωρίς σθένος, με γερμένους ώμους, γερασμένους πρόωρα. Η εκπαίδευση είχε φτάσει πια στα όριά της ψυχικής κακοποιήσεως κυρίως από την διάσταση χαράς και γνώσης και τις εξωπαιδευτικές απαιτήσεις και εξαργυρώσεις. Ίσως μόνον οι άνθρωποι στις κοινωνικές παρυφές είχαν την ελπίδα της ξεγνοιασιάς. Στα βάθη της ψυχής κυριαρχούσαν η ενοχή , ο φόβος, η ντροπή, η εχθρικότητα και η απάθεια.
   […] Οι γυναίκες που πέρα απ΄ την οικιακότητα μπήκαν στην αγορά εργασίας ίσως υπάκουαν στην φωνή του είδους που ήθελε όλες οι δυνάμεις να ριχτούν στην μάχη. Η ψευτοσύγκλιση των φύλων – το κορίτσι αντιμετωπιζόταν πια όπως το αγόρι – ήταν επιφανειακή. Οι γυναίκες ένιωθαν πιο βαθιά την κατώτερη θέση τους και το σεξιστικό βλέμμα της κοινωνίας, Αλλά αυτό παραδόξως ευνοούσε το είδος που ενθάρρυνε ποικίλους ανταγωνισμούς για να λαγαρίσουν οι αξιότεροι. Έδινε μάχη διασώσεως μέσω ενός ακήρυχτου πολέμου όλων εναντίων όλων. Ακόμα και οι παπάδες σαν άλλοι μουεζίνηδες εξανάγκαζαν τους περαστικούς ν΄ ακούν τις ψαλμωδίες τους με μεγάφωνα.
   Στο λιγάκι βαθύ μέλλον χωρίς πια καμία βαθύτερη συναισθηματική εμπλοκή σαν αυτές που δημιουργούν οι μικρές κοινότητες, οι άνθρωποι στις μεγαλουπόλεις θα γίνουν πιο ρηχοί, χωρίς βαθιά συναισθήματα χαρά και λύπης. […]

ΤΕΛΟΣ