Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΠΕΡΙ "ΝΕΚΡΗΣ" ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...

   Με αφορμή τις δηλώσεις Ρεπούση και τις συζητήσεις που ακολούθησαν, θυμήθηκα ένα σχετικό κείμενο που είχα δημοσιεύσει προ τριετίας. Ιδιαίτερη δε εντύπωση μου έκανε το ότι με τη γλωσσολόγο Μάρω Κακριδή -  Φερράρι, η οποία συνεισέφερε την άποψή της σε ένα σχετικό αφιέρωμα του Άθω Δημουλά στο περιοδικό "Κ" της Καθημερινής (22 Σεπτεμβρίου 2013), σχεδόν ταυτιζόμαστε σε συγκεκριμένο σημείο της επιχειρηματολογίας, όσο κι αν μπορεί να διαφωνούμε στο συμπέρασμα!

 Λέει: "...η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι αναμφισβήτητα νεκρή σαν μορφή, όχι όμως η ελληνική γλώσσα γενικά(sic).Αυτή επιζεί, μέσα από την εξέλιξή της, στη νέα ελληνική - κάπως σαν την επιβίωση χαρακτηριστικών των προγόνων μας μέσα από εμάς, όσο κι αν οι ίδιοι είναι πράγματι νεκροί και εμείς ριζικά (αλλά όχι απόλυτα) διαφορετικοί [...]".

   Ανεβάζω ξανά το παλιό κείμενο:

"Η κουβέντα για τη γλώσσα είναι μια κουβέντα που διαρκεί όσο περίπου και η ίδια η γλώσσα, δηλαδή αιωνίως. Τα τελευταία όμως χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη σχέση της νέας ελληνικής με την αρχαία, για το κατά πόσο είναι σωστό να διδάσκονται (όπως διδάσκονται) τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, για το αν η αρχαία ελληνική είναι νεκρή γλώσσα κ.λπ.
Υπάρχουν λοιπόν φωνές που υποστηρίζουν ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια νεκρή γλώσσα, με τη σημασία ότι δεν μιλιέται. Σύμφωνοι, δε μιλάμε καμία από τις αρχαίες διαλέκτους. Όμως, τι είναι τα σημερινά ελληνικά, αν όχι μια συνέχεια, μια παραλλαγή, μια μετεξέλιξη της αρχαίας;

Εικόνα 1 ΣΟΦΟΥ ΠΑΡ' ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΝ

Η γλώσσα, η ζωντανή γλώσσα, εξελίσσεται όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Γεννιέται, παιδιαρίζει, ανδρώνεται∙ απλώνεται, παλινδρομεί, αφομοιώνει ξενικά στοιχεία. Όπως το κάθε άτομο από τη γέννησή του ως τον θάνατό του είναι ο ίδιος άνθρωπος, έτσι και η αρχαία μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι μία περίοδος στη ζωή αυτού που ονομάζουμε ελληνική γλώσσα. Κι όπως φυσικά το κάθε άτομο δεν μοιάζει και πολύ με τον εαυτό του στις διάφορες φάσεις της ζωής του (δεν παύει όμως να είναι ο ίδιος), έτσι και η αρχαία δεν μοιάζει εντελώς με τη γλώσσα τη σημερινή. Δεν παύει όμως να είναι η ίδια, να παραμένει ζωντανή καθώς διαφοροποιείται με τον καιρό. Ζει, όπως το βρέφος ή το παιδί ζει στην ψυχή και το σώμα του ηλικιωμένου.
Ακόμα όμως κι αν δεν κάνουμε την αναλογία της γλώσσας με ένα άτομο που εξελίσσεται, μπορούμε νομίζω να σκιαγραφήσουμε τη σχέση αρχαίας – νέας με τη σχέση γονιού – παιδιού. Το DNA των γονιών κληροδοτείται στο αντίστοιχο των παιδιών κι έτσι το «αίμα» σφυρηλατεί τους οικογενειακούς δεσμούς σε προοπτική γενεών, τόσο ώστε η επιστήμη να μπορεί να εντοπίσει ως ένα σημείο την πατρότητα ελέγχοντας αυτό ακριβώς το DNA. Η κλωνοποίηση, τα βλαστοκύτταρα καταφέρνουν πλέον από ένα κύτταρο, από μια στάλα αίμα να δημιουργήσουν ιστούς, μέλη του σώματος. Το καινούργιο σώμα δεν περιέχει μέσα του την αρχέγονη ουσία, την προγενέστερη δικιά του μορφή; Στην επιστήμη της γλωσσολογίας δεν ισχύει κάτι τέτοιο; Η παλαιότερη μορφή της γλώσσας δεν επιβιώνει μέσα στο σώμα του νεότερου απογόνου της; «…το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Aρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα». (Οδ. Ελύτης).
Θα περιμέναμε να μιλάμε όπως οι αρχαίοι, με την ίδια προφορά, κλίσεις, ορθογραφία, 100% τα ίδια, για να θεωρήσουμε ότι η γλώσσα μένει ζωντανή; Μα τότε είναι που θα ήταν σίγουρα νεκρή, γιατί δεν θα ανανεωνόταν διόλου μέσα σε 2-3 χιλιετίες. Αποκρουστική και στάσιμη, σαν σε τέλμα.
Όμως, αν θέλετε, υπάρχει και μια άλλη εξήγηση. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μιλιέται ακόμα και σήμερα αυτούσια! Εντάξει, ίσως όχι η ακριβής αττική διάλεκτος που επικράτησε ως ισχύουσα από τις πηγές, αλλά η ελληνιστική κοινή που έδωσε πολλά από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Μιλιέται λοιπόν, ακούγεται, κάθε μέρα ζωντανά στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Και μπορεί να μην υπάρχει συνομιλία, διάλογος (αν εξαιρέσουμε κάποιους σύντομους ιερέα – ψάλτη) και μπορεί ακόμα και να μην καταλαβαίνει και πολύς κόσμος ακριβώς τα λεγόμενα. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία γίνεται σε μια νεκρή γλώσσα;
Μα η Εκκλησία είναι μια ζώσα παράμετρος της ελληνικής κοινωνίας, ένα πολύ σημαντικό μέρος της ταυτότητας του Έλληνα, και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όσο κι αν κάποιος αρνείται την Ορθοδοξία: την αλληλεξάρτησή της (σχεδόν ταύτισή της) με τον ελληνισμό δεν μπορεί να την αρνηθεί. Άρα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει ένα κομμάτι της ζωής του, στο οποίο μιλιέται ζωντανά η γλώσσα των προγόνων του! Και όσες προσπάθειες έγιναν για να γίνεται η θεία λειτουργία στη νέα ελληνική απέτυχαν παταγωδώς προκαλώντας ταυτόχρονα άφθονο γέλιο: πώς θα πει ο ιερέας «άνω σχώμεν τας καρδίας»;
Το τελευταίο σχόλιο αφορά την - μάλλον άστοχη, αν μη ρατσιστική –στάση των νεκρολογούντων την αρχαία ελληνική απέναντι σε όσους υποστηρίζουν το αντίθετο. Με λίγα λόγια, θεωρούν «κτήμα» των ειδικών τη γλώσσα, καθώς ισχυρίζονται ότι η πλειοψηφία αυτών που προσπαθούν να τεκμηριώσουν ζωντανή σχέση νέας – αρχαίας είναι άσχετοι με το αντικείμενο, είναι π.χ. γιατροί, φυσικοί, μαθηματικοί, καλλιτέχνες. Δηλαδή δεν έχει την ικανότητα ένας μη ειδικός να στοιχειοθετήσει με πολύ κόπο μια άποψη για τη γλώσσα; Και αποκλείεται εκ των προτέρων αυτή η άποψη να είναι βάσιμη, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι «ειδικός»; Μα και ο Μάικλ Βέντρις που διάβασε τη γραφή γραμμική β’ και την απέδειξε ελληνική ένας ερασιτέχνης ήταν! Και οι ποιητές; Είναι άραγε «ειδικοί»; « Πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία. H αρχαία, η νεωτέρα, οι ντοπιολαλιές είναι γλώσσα μία» (Ν. Εγγονόπουλος).
Γενικότερα, μου φαίνεται άσχημο να προσπαθούμε να αποβάλλουμε – σαν μίασμα – ό, τι μας δένει με το παρελθόν, να ντρεπόμαστε επειδή θέλουμε να επιβιώνει προσαρμοσμένο θετικά στο σήμερα. Να ντρεπόμαστε να περηφανευτούμε για το παρελθόν αυτού του τόπου, μήπως και στενοχωρηθούν μερικοί, μήπως φανούμε εθνικιστές. Το αριστοτελικό μέτρο, η μεσότητα, δείχνει το δρόμο της ψύχραιμης, εμπεριστατωμένης στήριξης των πολιτισμικών μας στοιχείων. Ούτε στις υπερβολές, τους φανατισμούς και τους φαντασιόπληκτους αρχαιολάτρες, αλλά ούτε και στους κοντόφθαλμους αρνητές της ελληνικής συνέχειας στο διάβα των αιώνων. «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα» (Γ. Σεφέρης)."

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΤΥΧΕΙ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ

Του  Χρήστου Χωμενίδη


Το χειρότερο, όταν θα βγουν τα αποτελέσματα, δεν θα είναι η προσωπική, η δική σου τσαντίλα. Εσύ, από προχθές, που έγραψες άλλα αντ’ άλλων στην Ιστορία, ξέρεις περίπου τι να περιμένεις. Το χειρότερο τότε θα ’ναι η απογοήτευση των γονιών σου. Το ελαφρώς αφ’ υψηλού βλέμμα του πατέρα σου - εκείνος, βλέπεις, είχε πετύχει με την πρώτη το 1980 στην ΑΣΟΕΕ κι ας μεγάλωσε στο χωριό, και ας μάζευε ελιές αντί να κάνει φροντιστήριο. Το παρηγορητικό χάδι της μάνας σου και οι κουβέντες της με συγγενείς και φίλους: «Το παιδί είχε μιαν ατυχία… Ναι, εννοείται πως θα ξαναδώσει…». Κι ο θείος Στέλιος να δικαιώνεται που πάντα πίστευε πως είσαι ηλίθια. Και η κολλητή της μάνας σου να ρωτάει -μες στην αδιακρισία- μήπως τυχόν είχες περίοδο εκείνη τη μοιραία μέρα και οι πόνοι δεν σε άφησαν να συγκεντρωθείς.
Το χειρότερο θα είναι οι νοεροί τους υπολογισμοί πόσα ξοδέψανε σε ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια και πόσα έχουν να πληρώνουν ακόμα. Και η πίκα τους με τον φιλόλογο που τους είχε διαβεβαιώσει πως θα πετύχαινες, ο κόσμος να χαλάσει. Νιώθουν -κι ας μην το ομολογούν ούτε στους εαυτούς τους- σαν να ποντάρανε σε λάθος άλογο. Τα ρίχνουν στον προπονητή, τα ρίχνουνε στο στάβλο -δηλαδή στο σχολείο- τα ρίχνουν στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε μες στο σπίτι αφότου η μαμά έπιασε τον μπαμπά σχεδόν στα πράσα με εκείνη τη συνάδελφό του, στους συνεχείς καβγάδες τους οι οποίοι σε αποσπούσαν απ’ το διάβασμα. Τα ρίχνουνε σε εκείνους κι εν τέλει σε εσένα…
Πώς να τους εξηγήσεις ότι και καθαρόαιμο του ιπποδρόμου να ήσουν, οι Πανελλαδικές δεν μοιάζουν με κανονική κούρσα; Έχουν τόσο παράλογους κανόνες, ώστε το μόνο που μετράει ουσιαστικά είναι να φοράς χοντρές παρωπίδες, να βάζεις το κεφάλι κάτω και να τρέχεις δίχως να σκέφτεσαι τίποτα απολύτως. Στο μάθημα της Ιστορίας, φερ’ ειπείν, οφείλεις να αποστηθίσεις καμιά τριακοσαριά σελίδες, με τα «και» και με τα κόμματα τους, ώστε το γραπτό που θα παραδώσεις να μοιάζει με φωτοτυπία του διδακτικού βιβλίου. Στην Έκθεση, πρέπει να μάθεις να υποστηρίζεις τις πιο ανόητες απόψεις, ότι το διαδίκτυο απομονώνει δήθεν τους ανθρώπους, πως τα παιδιά νιώθουν βαριά στους ώμους τους την ευθύνη για τη σωτηρία του περιβάλλοντος… Πού τους κατέβηκαν όλα ετούτα του Υπουργείου Παιδείας και των καθηγητών; Τα έχουν δει ποτέ τα παιδιά; Ή καθρεφτίζουν απλώς στα μάτια των μαθητών τη δική τους αλαζονεία; Τα είχες πει μια μέρα έξαλλη στον πατέρα σου. «Έτσι λειτουργεί το σύστημα», σου είχε απαντήσει εκείνος, με ένα ηττημένο μάλλον ύφος. «Μακάρι όταν εσύ μεγαλώσεις να καταφέρεις να τους αλλάξεις. Για αυτό, για να έχεις δύναμη κι επιρροή, πρέπει να μπεις στο Πανεπιστήμιο…».
Και τώρα που τα σκάτωσες στις εξετάσεις; Που τον Σεπτέμβριο ο γιος των κουμπάρων θα μετακομίσει στην Ξάνθη -έκτος, παρακαλώ, επιτυχών στο Πολυτεχνείο!- και η κόρη των Αλβανών του ισογείου θα γραφτεί, άκουσον άκουσον, στην Παιδαγωγική; Εσύ, μικρή μου αποτυχία, τι σκοπεύεις να κάνεις; Να πας στο παρακατιανό ΤΕΙ που σε έριξε η κακιά ώρα και δεν (θες να) θυμάσαι ούτε καν το όνομά του; Όχι ασφαλώς! Θα στρώσεις κάτω κώλο και θα ξαναδοκιμάσεις! Τον Μάιο του 2014, θα βγάλεις από πάνω σου το στίγμα. Θα απαλλάξεις τους καλούς γονείς σου από το μαράζι. Σε λίγα χρόνια δε, όταν θα αριστεύεις στη Σχολή και θα ετοιμάζεσαι για μεταπτυχιακά, κανείς δεν θα θυμάται πως είχες μπει με τη δεύτερη.
Τόσο καλά… Έλα όμως που και μόνο η θέα των σχολικών βιβλίων σού φέρνει πλέον αναγούλα; Που η προοπτική να ξαναμπείς απ’ το φθινόπωρο στο ίδιο μαγγανοπήγαδο -γνωστό κείμενο, άγνωστο κείμενο, γραμματικά φαινόμενα, συνώνυμα και αντώνυμα- σου φαίνεται εφιάλτης; Και έχεις από πάνω κι εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν νόημα όλα αυτά καθότι η ανεργία των νέων -και ειδικά των πτυχιούχων- καλπάζει. Εκείνους που σε προειδοποιούν ότι σε λίγα χρόνια οι μισθοί θα έχουν πέσει σε επίπεδα Βουλγαρίας -τι Βουλγαρίας; Κίνας!- κι ότι οι Έλληνες θα δουλεύουν μέχρι τα ογδόντα. «Αντί να ασχολείσαι με τις πανελλαδικές, πάλεψε για να ανατραπεί το σύστημα!», σε είχε προτρέψει ένας συμμαθητής σου με μπλουζάκι Τσε Γκεβάρα. Ο ίδιος, βέβαια, ευχόταν να απεργήσουν οι καθηγητές για να έχει στη διάθεσή του περισσότερες μέρες για διάβασμα. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος και στον αγώνα…
Ντρέπεσαι να το ομολογήσεις, μα στην πραγματικότητα δεν χολοσκάς για τον μελλοντικό μισθό ούτε βεβαίως για τη σύνταξή σου. Είσαι δεκαοχτώ χρονών! -ότι βρίσκεται σε ορίζοντα μακρύτερο από λίγους μήνες, σου φαίνεται εξαιρετικά αβέβαιο και άρα αδιάφορο. Έλα όμως που όλοι, ακόμα και το αγόρι σου, σε καλούν να σχεδιάσεις τη ζωή σου; Να σοβαρέψεις. Να θέσεις τις βάσεις…
Θέλεις τη γνώμη μου; Μην τους ακούς! Μοναδικός λόγος να δώσεις δεύτερη φορά, στο καπάκι, Πανελλαδικές είναι να λαχταράς να μπεις σε μια συγκεκριμένη σχολή. Να ονειρεύεσαι μέσα από την καρδιά σου να γίνεις αρχιτέκτονας ή δικηγόρος ή οπτικός. Άμα κάτι τέτοιο δεν σου συμβαίνει, τότε απλώς χαλάρωσε. Εάν κατά βάθος θα ’θελες να φτιάχνεις μαλλιά ή νύχια ή ακόμα και κοκτέiλ πίσω απ’ τον πάγκο ενός μπαρ, ακολούθησε την κλίση σου. Χίλιες φορές μία ευτυχισμένη -και άρα επιτυχημένη- κομμώτρια, παρά μία γιατρός με το στανιό.
Σε πολλές χώρες του λεγόμενου «ανεπτυγμένου κόσμου», σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, θεωρείται αυτονόητο σχεδόν πως τα παιδιά -τελειώνοντας το σχολείο- θα πάρουν έναν χρόνο off, για να ταξιδέψουν, για να απασχοληθούν από εδώ κι από εκεί, για να καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει γύρω τους και μέσα τους. Μονάχα στην Ελλάδα τα ταξίδια θεωρούνται αναψυχή πολυτελείας και οι ευκαιριακές δουλειές παρηγοριά -και ταπείνωση παράλληλα- για τον άνεργο.
Καλά, μην τρομάζεις! Δεν σου προτείνω να πας στον πατέρα σου, που του ’χουν κόψει τον μισό μισθό, και να του ζητήσεις λεφτά για να γυρίσεις τον κόσμο. Σε πληροφορώ απλώς πως όταν εγώ, το 1985, βαθμολογήθηκα με 12 στην Έκθεση κι έμεινα έξω για ένα μόριο από τη Νομική, κατέβηκα με τον τότε κολλητό μου στον Πειραιά και εκδώσαμε ναυτικά φυλλάδια. Το ότι δεν μπάρκαρα τελικά το θεωρώ προσωπική μου αποτυχία. Κι αν η δουλειά του μούτσου ή του καμαρότου παραμένει καθαρά ανδρική, σίγουρα θα υπάρχουν αντίστοιχες ευκαιρίες για κορίτσια που δεν κωλώνουν να βγουν απ’ την πεπατημένη, να αγνοήσουν τις προκαταλήψεις του περιβάλλοντός τους.
Δεν σε καλώ ντε και καλά να επαναστατήσεις. Δεν σε προτρέπω να εκβιάσεις την περιπέτεια. Σου ενημερώνω απλώς (με το δικαίωμα της πείρας που εγώ έχω, ενώ εσύ στερείσαι) πως η ζωή είναι αδιανόητα μεγάλη και εξαιρετικά απρόβλεπτη. Η τράπουλα θα μοιραστεί πολλές-πολλές φορές, οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι και θα ξαναγίνουν έσχατοι. Ασφαλή σχέδια, σίγουρες επενδύσεις δεν υπάρχουν - το απέδειξε άλλωστε περίτρανα και η κρίση, η οποία μας πήρε και μας σήκωσε, από το 2009. Η μόνη, συνεπώς, πυξίδα που έχει νόημα να συμβουλεύεσαι, βρίσκεται μέσα σου. Όσοι την ακολούθησαν, ακόμα και αν έχασαν, δεν χάθηκαν. Όσοι την αγνόησαν, καταδίκασαν τους εαυτούς τους σε «επιτυχημένες» ίσως πλην σκυφτές ζωές.
Ο Ξενοφών -ο αρχαίος εκείνος συγγραφέας- μας παραδίδει την ιστορία ενός ανθρώπου που όταν τον καταδίκασαν να πιει το κώνειο, το κατέβασε άσπρο πάτο και γλείφοντας τα μουστάκια του, είπε «γεια στα χέρια σου!» στον δήμιό του. «Εκείνο γαρ κρίνω του ανδρός αγαστόν, το -του θανάτου παρεστηκότος- μήτε το φρόνιμον μήτε το παιγνιώδες απολίπειν εκ της ψυχής…». Υποκλίνεται, δηλαδή, μπροστά στον άνδρα που στην πιο δεινή του ώρα διατηρεί τόσο την ψυχραιμία, όσο και το χιούμορ του. Μια αποτυχία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις απέχει -στο ορκίζομαι- έτη φωτός από τις δυσκολίες που σου είναι, που είναι σε όλους μας, γραφτές. Κράτα λοιπόν το κέφι σου, φύλα το σαν τα μάτια σου! Μην το ανταλλάξεις με καμία -ενήλικη δήθεν- σοβαρότητα.
Να σε κεράσω ένα παγωτό;
Δια την αντιγραφήν
http://proskynhths.blogspot.gr/

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

"ΒΑΛΛΟΥΣΑΙ ΤΩ ΚΕΡΑΜΩ..."

  
Πάσχα λοιπόν, προ των πυλών, για άλλη μια χρονιά, και πολλοί Έλληνες, όσοι δηλαδή αντέχουν οικονομικά, θα ταξιδέψουν για αλλαγή παραστάσεων σε δημοφιλείς πασχαλιάτικους προορισμούς. Συνήθως πρόκειται για νησιά και η Κέρκυρα προσελκύει μπόλικους τουρίστες, κυρίως λόγω του γνωστού εθίμου που πετάνε τις στάμνες από τα μπαλκόνια.
   Γυρνώντας τις προάλλες το μεσημέρι στο σπίτι, πέρασα από το κατάστημα ενός φίλου και ακούμπησα στον πάγκο ένα βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου. Φιλομαθής ο φίλος (πιθανόν και φιλοπερίεργος) το πήρε στα χέρια του να το ξεφυλλίσει και βλέπει στο εξώφυλλο: "Θουκυδίδου Κερκυραϊκά".
   Σε αυτό το μέρος της Ιστορίας του Θουκυδίδη εξιστορούνται τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κέρκυρα κατά τα πρώτα χρόνια του εμφύλιου Πελοποννησιακού πολέμου.
   Παρα το ότι ο φίλος αυτός τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ιστορία και προφανώς γνωρίζει ότι ο Θουκυδίδης έγραφε πολύ πριν έρθει το Πάσχα στην Ελλάδα, λέει περιπαικτικά συνδυάζοντας τον τίτλο του βιβλίου με την εορταστική περίοδο και την ανωτέρω τουριστική προτίμηση των Ελλήνων: "Τι γράφει αυτος, ρε, για το Πάσχα στην Κέρκυρα και για τα κανάτια που ρίχνουν απ' τα μπαλκόνια;"
Κι ενώ είχα ήδη αρχίσει - με αντίστοιχο  ύφος - να ετοιμάζομαι να τον ... συγυρίσω... Φλασιά!
   Θυμάμαι ξαφνικά ότι σε κάποιο εδάφιο ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών Κερκυραίων για το αν θα πάρουν το μέρος της Αθήνας ή της Σπάρτης στον πόλεμο, τονίζει την ιδιαίτερα καίρια συμβολή των γυναικών των δημοκρατικών στη νίκη της παράταξής τους: "αι τε γυναίκες αυτοίς τολμηρώς ξυνεπελάβοντο βάλλουσαι από των οικιών τω κεράμω..." (Θουκ. Γ, 74, 1). Πώς δηλαδή βοήθησαν οι Κερκυραιοπούλες τους άντρες τους; Πετώντας από τα σπίτια τους οτιδήποτε κεραμικό, πήλινο έβρισκαν!!! Και λέω: ρε μπας και;;;

   Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στο διαδίκτυο, οι εξηγήσεις που βρίσκω για το σύγχρονο έθιμο των Κερκυραίων ικανοποιούν μεν τη λογική μου (κάποιες), αλλά όχι τη φαντασία μου:

 "Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για το σπάσιμο των μπότηδων το Πάσχα στην Κέρκυρα. Μία απ' αυτές το θεωρεί μεσαιωνικό έθιμο, κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Οι Βενετοί, ως καθολικοί, έσπαγαν τις παλιές στάμνες την Πρωτοχρονιά, στη μεγαλύτερη γιορτή τους, ως “φόρο” στο νέο χρόνο, προκειμένου να τους φέρει καινούργια αγαθά στο σπιτικό τους. Οι Ορθόδοξοι “μετακόμισαν” το έθιμο χρονικά και το μετέφεραν το Πάσχα, τη μεγαλύτερη γιορτή για τους ελληνορθόδοξους.
Μια δεύτερη εκδοχή, με μεσαιωνικές ρίζες κι αυτή, μαρτυράει ότι πρόκειται για προσπάθεια να εκδιωχθούν τα “μολύσματα”, τα κακά και μοχθηρά πνεύματα που έβαζαν σε πειρασμό τους ανθρώπους την προηγούμενη χρονιά.
Η τρίτη εκδοχή κάνει λόγο για παγανιστική προέλευση. Ο οργασμός της φύσης και η συλλογή των φρέσκων καρπών απαιτούν νέα κανάτια και δοχεία για την αποθήκευση τους με αποτέλεσμα τα παλιά να πετιούνται και μάλιστα όσο πιο τελετουργικά τόσο πιο αποδοτική θα είναι και η νέα συγκομιδή.
Βεβαίως δε θα μπορούσε να λείπει και η θρησκευτική εκδοχή. Σύμφωνα με αυτήν το σπάσιμο των μπότηδων αναπαριστά με τους κρότους την οργή για τη βδελυρή προδοσία του Ιούδα."

   Από όλες αυτές, μου φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα μια τέτοια εκδοχή, να συντηρείται δηλαδή ένα έθιμο προς τιμήν των γενναίων γυναικών της Κέρκυρας του Θουκυδίδη, ως σύμβολο μαχητικότητας, τόλμης και συζυγικής συμπαράστασης. Όσο κι αν επιστημονικά είναι σχεδόν ακατόρθωτο (ή πολύ δύσκολο) κάτι τέτοιο να αποδειχτεί. Άσε που μπορεί να δίνω και ιδέες σε πάσης φύσεως ψευτοπατριώτες  για να χτίσουν άλλη μια αερογέφυρα γονιδιακή με την κλασσική αρχαιότητα!
  
 Ούτως ή άλλως, όπως λέει κι ο Καβάφης (στο ποίημα "Καιραρίων"),

"Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω
θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος
δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως....."

Μεγάλη λόξα και "οι μικρές κι ασήμαντες μνείες" της Ιστορίας. Μαγιά. Και μαγεία...

Καλό Πάσχα, όπου κι αν είμαστε.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

"ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΟΙ"

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι από τους αγαπημένους. Άλλωστε, ένας δίσκος του είναι ομότιλος με το blog μου: και τα δύο είναι εμπνευσμένα από (επίσης) ομότιτλο βιβλίο, γραμμένο από ρώσο μοναχό. Ιδού λοιπόν άλλος ένας λόγος (όχι άσχετος με τα τραγούδια του), για τον οποίο υποκλίνομαι: οι σκέψεις/θέσεις του:

"Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:

Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.

Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.

Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.

Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;

Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.

Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.

Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!

Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;

Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;

Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.

Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα!

Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;

Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω...

Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».

Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.

Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.

Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.

Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.

Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει".

Κείμενο από την προσωπική του ιστοσελίδα, 24/03/2013

Δια την αντιγραφήν:

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

ΤΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ

Είχαμε και καρναβάλι στη Νιγρίτα. Μαζεύτηκαν οι χωριανοί κι οι κοντοχωριανοί να χαρούν, να ξεσκάσουν. Ήταν λιακάδα κι η μέρα, βόλεψε. Παρακολουθήσαμε λοιπόν μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση, κυρίως λόγω της ζωντάνιας των παιδιών. Μπόμπιρες και κοριτσόπουλα, οργανωμένα ανά  σχολείο, γέμισαν ζωή τους δρόμους της πλατείας. Για την επιτυχία της εκδήλωσης θα διαβάσετε σίγουρα στις τοπικές εφημερίδες. Εδώ θα δούμε τα... ευτράπελα!

Μπήκαν αξάφνου στην παρέλαση και μερικά άλογα του Ιππικού Ομίλου. Ενώ όμως καθυστερούσε η πομπή, σε κάποια άλογα τους ήρθε η ... ανάγκη τους! Καθώς λοιπόν δεν έχουν την πρέπουσα ανατροφή, τα έκαναν εκεί μπροστά στο δρόμο, τα αθεόφοβα! Μπροστά στον κόσμο, στην άσφαλτο. Με αποτέλεσμα, μερικοί γονείς που αδημονούσαν να δουν τα καμάρια τους να παρελαύνουν, δυσανασχέτησαν. Εξαγριώθηκαν και τα' βαλαν με τους καβαλάρηδες που δεν έστειλαν τα ζώα τους στην τουαλέτα! Μα τα παιδάκια μας θα πατήσουν τα κακάκια! Θα λερώσουν το πατούμενο, θα το γεμίσουν καβαλίνα, προς Θεού!Μετά από μικρολογομαχίες η πομπή ξεκίνησε, τα άλογα έφυγαν, αλλά τα κακά έμειναν!



Αλογίσιες... κομφετί!

Ο από μηχανής Θεός!

Και ευτυχώς, ως από μηχανής Θεός, ενεφανίσθη ένας κύριος με σκούπα και τα περιμάζεψε στην άκρη του δρόμου, λυτρώνοντας τον καρναβαλίζοντα λαό από το μίασμα.

Εντάξει, ίσως τα άλογα θα έπρεπε να παρελάσουν στο τέλος. Θα ήταν σωστότερο και ασφαλέστερο. Αλλά όσο ενοχλητική είναι η αλογίσια κοπριά στο δρόμο, άλλο τόσο ενοχλητική είναι και η αποστείρωση του καθωσπρεπισμού που θέλουμε για τα τέκνα μας.

Κλείνω με τον Βασιλιά Καρνάβαλο. Δε με νοιάζει ποιος φταίει, ο ανενημέρωτος ή αδιάφορος ιδιοκτήτης ή αν έπρεπε ο Δήμος να ενημερώσει αποβραδίς για να απελευθερωθούν οι δρόμοι από τις λαμαρίνες. Ίσως βέβαια να συνομώτησε το σύμπαν για να έχουμε άλλη μια γελοία εικόνα της γελοίας κατάστασής μας. Και έτσι, να μπορεί πλέον να υψωθεί σε σύμβολο της πόλης μας, σε σύμβολο της νοοτροπίας μας. Θαυμάστε οδό παρέλασης. Μπορείτε να εντοπίσετε τον παρείσακτο; Σας χαλάει κάτι την αισθητική σας; Άντε και εις ανώτερα: στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου ανυπομονώ να δω τι μας επιφυλάσσει η μοίρα...


Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος!


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 1912 - 1913


Νομίζω ότι για όσους θέλγονται από τα ιστορικά θέματα του τόπου μας, δεν υπάρχει καλύτερο αντικείμενο ενασχόλησης από τις πηγές της εποχής που μας ενδιαφέρει. Καθώς πλησιάζει λοιπόν η μέρα που θα γιορτάσουμε τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης μας, έκρινα καλό να μοιραστώ μαζί σας ένα απόσπασμα από μια πηγή της εποχής: το "Ημερολόγιο πορειών και πολεμικών επιχειρήσεων 1912 - 1913" του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Ν. Ζωρογιαννίδη. Μνημονεύονται οι ήρωες της εποχής Μήτας, Γαργαλίδης, Κορδογιάννης και Γαρδίκας, οι οποίοι δεν είναι μόνο ονόματα σε νιγριτινούς δρόμους, αλλά στρατιώτες που έχυσαν το αίμα τους στα μέρη μας.






*Ιδιαίτερο βέβαια ενδιαφέρον προκαλεί η - εντελώς ανθρώπινη και αντιηρωική - συμπεριφορά του φουκαρά ανθυπολοχαγού που έστειλε ο Ζωρογιαννίδης από τον Σωχό στη Νιγρίτα και αυτός... κουκουλώθηκε ρεζιλεύοντας τον διοικητή του, ο οποίος στο απόσπασμα τον αναφέρει κωδικοποιημένα. Από το υπόλοιπο ημερολόγιο όμως, προκύπτει ότι μάλλον πρόκειται για τον Κοκκοτάκη Δημοσθένη. Αυτούς η Ιστορία μάλλον τους προσπερνάει...

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ...

Βρείτε τις διαφορές...
   Ξεκίνησαν οι εργασίες ανάπλασης της οδού Μεραρχίας από το ύψος του δημαρχείου μέχρι και την πλατεία Κρονίου. Συγκεκριμένα προβλέπεται διαπλάτυνση πεζοδρομίων, δημιουργία οδηγού τυφλών, ποδηλατόδρομος και διαμορφώνονται οι διαβάσεις πεζών, στις συμβολές των οδών Μεραρχίας με Ερμού, Διονυσίου Σολωμού και Εμμανουήλ Ανδρόνικου.
   Σύμφωνα με την κανονιστική απόφαση 721/2008 απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου το προαναφερόμενο τμήμα της οδού Μεραρχίας γίνεται ήπιας κυκλοφορίας μόνο για αστικά λεωφορεία και ταξί.
   Η μελέτη του έργου συντάχθηκε από την Διεύθυνση Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Σερρών. Είναι προϋπολογισμού 295.000 ευρώ και η χρηματοδότηση του έργου καλύπτεται από πιστώσει ΣΑΤΑ 2012.
   Ο εργολάβος του έργου αναδείχτηκε μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό που πραγματοποιήθηκε 22-05-2012, με έκπτωση 46,80%.
   Ο δήμαρχος Σερρών Πέτρος Αγγελίδης, σε δηλώσεις του τόνισε ότι στόχος του έργου είναι η βελτίωση του επιπέδου εξυπηρέτησης των πεζών, της ποιότητας ζωής στην περιοχή και γενικότερα η αναβάθμιση του κέντρου της πόλης και η τόνωση της εμπορικής κίνησης. Επιπλέον υπογράμμισε ότι :

=Η πεζοδρόμηση της οδού Μεραρχίας και οι υπάρχοντες πεζόδρομοι
=Η δημιουργία πλατείας και χώρου πρασίνου στη θέση της Δημοτικής Αγοράς
=Η ενοποίηση 20 στρεμμάτων στο κεντρικό πάρκο της πόλης μετά το κλείσιμο της Οδού Δορυλαίου
=Η απόδοση και χρήση 300 στρεμμάτων από τα 345 στρέμματα των στρατοπέδων Εμμανουήλ Παππά, Παπαλουκά, αποθήκες πυρομαχικών Λευκώνα στο δήμο Σερρών
=Οι αστικές αναπλάσεις
=Η λειτουργία του υπόγειου πάρκινγκ στο χώρο του Διοικητηρίου  
=Η υλοποίηση προσεχώς του έργου των βιοκλιματικών αστικών αναπλάσεων,

δίνουν ιδιαίτερη δυναμική στην πόλη μας και την προοπτική να γίνει πιο όμορφη, πιο ανθρώπινη, πιο λειτουργική.

Εικόνα 1: Πόλη για ανθρώπους















Εικόνες 2,3,4: Πόλη για λαμαρίνες




  



ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ!
tezjorge@yahoo.gr