Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

«Η ΕΞΟΔΟΣ» (29 04 2011)

Ένα αφιέρωμα στη συγκλονιστική ιστορία του
Μεσολογγίου.

Κάθε χρόνο, κοντά στις μέρες του Πάσχα θέλω να αφιερώσω ένα σημείωμα στο Μεσολόγγι. Στις 22 Απριλίου 1826 έγινε η περίφημη Έξοδος, όμως όλο το ιστορικό της πολιορκίας που κράτησε ένα χρόνο και έκλεισε με την Έξοδο είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα της ελληνικής – και όχι μόνο – Ιστορίας. Την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες τις αναπαριστά εκπληκτικά ο Ισίδωρος Ζουργός στην «Αηδονόπιτα», όμως αντί για μυθιστορηματική, θα παραθέσουμε σήμερα μια ιστορική προσέγγιση από τον Καρλ Μέντελσον – Μπαρτόλντι, μέσα από το έργο του «Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»:

«Τότε πια φάνηκε η απελπιστική θέση του Μεσολογγίου. Ο Ιμπραήμ έγραψε στη φρουρά να παραδοθεί με τον όρο να φύγουν, αν θέλουν, από την πόλη ή να μείνουν ανενόχλητοι υπό την προστασία του.
«Δεν ελπίζαμεν – απάντησαν οι αδάμαστοι υπερασπιστές απορρίπτοντας τις προτάσεις- να σας περάσει μια τέτοια φαντασία, οπού 8.000 άρματα αιματωμένα ζητήσατε και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας, τα οποία άρματα είναι η ζωή μας… Θα γενεί εκείνο που απεφάσισεν ο Θεός, το οποίον δεν το ηξεύρετε ούτε η Υψηλότης σας ούτε ημείς κι ας γίνει το θέλημά του».
Το μόνο σημείο που κατείχαν οι Έλληνες μέσα στη λιμνοθάλασσα ήταν το νησάκι Κλείσοβα, που το υπεράσπιζαν 131 μαχητές και κάμποσοι εθελοντές που έφτασαν την τελευταία στιγμή υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα. Στις 6 Απριλίου 2.000 Αλβανοί του Κιουταχή επιχείρησαν να πατήσουν το νησί, αλλά αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες. Ο Ιμπραήμ, θέλοντας να δείξει την υπεροχή των Αιγυπτίων, διέταξε δύο αλλεπάλληλες εφόδους, αλλά οι αμυνόμενοι τους πέταξαν στα ρηχά νερά της λιμνοθάλασσας. Στη μάχη της Κλείσοβας οι Έλληνες είχαν 35 νεκρούς, ενώ οι Τούρκοαιγύπτιοι πάνω από 1.000.
Ο θρίαμβος της Κλείσοβας ήταν ο τελευταίος των Ελλήνων. Απόπειρα του Μιαούλη στο πρώτο 15θήμερο του Απριλίου αν εφοδιάσει την πόλη, απέτυχε. Η τύχη του Μεσολογγίου κρεμόταν σε μία τρίχα. Στις αποθήκες της πόλης βρισκόταν στάρι μόνο για δύο μέρες. Οι κάτοικοι, σκελετωμένοι και κίτρινοι σαν πτώματα, έπεφταν νεκροί στους δρόμους από την πείνα. Τα σπίτια ήταν ερείπια από τις βόμβες. Στα μάτια όμως τόσο των αντρών όσο και των γυναικών έλαμπε η σταθερή και ακλόνητη απόφαση να πολεμήσουν ως τον τελευταίο. Στα «Ελληνικά χρονικά» την εφημερίδα των πολιορκημένων που εξέδιδε ο φιλέλληνας Ελβετός Μάγερ, αναγράφεται ότι 1.740 ήταν οι νεκροί της πείνας, ενώ 100.000 βόμβες είχαν πέσει στην πόλη.»Εντούτοις – γράφει ο Μαγερ- είναι φαιδρόν θέαμα ο ζήλος και η αφοσίωσις της φρουράς εν μέσω τοσούτων στερήσεων. Μετ’ ολίγας ημέρας οι ήρωες ούτοι θέλουσιν είναι ασώματα πνεύματα! Εν ονόματι του γενναίου ημών στρατού διακηρύττω ότι ωρκίσθημεν εις τον Θεόν να υπερασπίσωμεν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το Μεσολόγγιον, να μην ακούσωμεν οιανδήποτε περί συνθηκολογίας πρότασιν και να ταφώμεν ημείς αυτοί υπό τα ερείπια. Η τελευταία ημών ώρα πλησιάζει. Η ιστορία θέλει μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θέλουσι κλαύσει την μοίραν ημών!».
Στην ηρωική φρουρά έμπαινε πια το δίλημμα ή να πεθάνει μέσα στα τείχη ή να επιχειρήσει με το σπαθί στο χέρι να σπάσει τον εχθρικό κλοιό και να φύγει. Αν και οι υπερασπιστές δυσκολεύονταν να χωριστούν από το έδαφος τους, που είχε δοξαστεί με τον ιερό αγώνα τους και ποτιστεί με το αίμα των αδελφών τους, ωστόσο πάρθηκε απόφαση να κάψουν κάθε κινητή περιουσία και, βάζοντας στη μέση τα γυναικόπαιδα, να περάσουν με τα ξίφη στο χέρι το εχθρικό στρατόπεδο τη νύχτα της 22 Απριλίου.
Υπήρχαν ελπίδες ότι ένα μέρος τουλάχιστον θα γλίτωνε και ότι ο Καραϊσκάκης θα αποσπούσε με επίθεση από τα νώτα την προσοχή του εχθρού. Ο Καραϊσκάκης, άρρωστος βαριά στο κρεβάτι, έδωσε εντολή να επιτεθούν οι δυνάμεις του, αλλά από τους 2.000 μόλις μερικές εκατοντάδες κινήθηκαν με επικεφαλής τον Κώστα Μπότσαρη, Φτάνοντας το μικρό σώμα στον Άγιο Συμεών στις 22, έδωσε σημείο της παρουσίας του στους πολιορκημένους με πυροβολισμούς.
Αλλά ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής ξέροντας από προδοσία την απόφαση για την έξοδο, έστειλαν εναντίον του Μπότσαρη 2.000 Αλβανούς και τον ανάγκασαν σε υποχώρηση.
Οι πολιορκούμενοι δεν κατάλαβαν ότι απέτυχε ο εξωτερικός αντιπερισπασμός. Μαζεύτηκαν λοιπόν κοντά στους προμαχώνες του Ρήγα και του Μονταλαμπέρ και άκουσαν από τον Νότη Μπότσαρη το σχέδιο της εξόδου. Αυτός έδωσε διαταγή στους πιο ικανούς μαχητές να παραταχτούν κοντά στους προμαχώνες και μέσα στην τάφρο. Μόλις θ΄άκουγαν τους πυροβολισμούς από τον Ζυγό, έπρεπε να χωριστούν σε δύο σώματα: το ένα θα ορμούσε κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή, το δε άλλο, με τα γυναικόπαιδα στη μέση, κατά του στρατοπέδου του Ιμπραήμ. Τόπος συγκέντρωσης ορίστηκε το αμπέλι του Κότσικα, δυόμιση ώρες μακριά από το Μεσολόγγι.
Το σχέδιο όμως τούτο δεν στάθηκε δυνατό να εκτελεστεί όπως έπρεπε. Ο πληθυσμός ήταν 9.000 κι απ΄ αυτούς μόνο 300 αξιόμαχοι. Ήρθαν τα μεσάνυχτα και από τις κορυφές του Ζυγού, απ όπου αναμενόταν επανάληψη του συνθήματος, δεν ακουγόταν τίποτε. Οι μαχητές χάνοντας την υπομονή τους όρμησαν έξω από την τάφρο φωνάζοντας:
- Εμπρός!
- Ενώ οι μαχητές ακράτητοι υπερπηδούσαν τα ορύγματα, τα γυναικόπαιδα που έρχονταν από πίσω στριμώχνονταν άτακτα σε τέσσερις γέφυρες που είχαν ριχτεί πάνω από την τάφρο. Εν τω μεταξύ, οι κανονιές των Τούρκων άρχισαν να κατασπαράζουν τις σάρκες της μάζας. Και τότε, μέσα στην γενική σύγχυση, ακούστηκε μία φωνή:
- Πίσω! Πίσω! Στα κανόνια μας!
Άγνωστο αν η φωνή προήλθε από προδοσία ή απελπισία. Ολόκληρο το πλήθος πανικόβλητο γύρισε πίσω τρέχοντας, ενώ τα στίφη των Τούρκων έπεσαν επάνω τους σκοτώνοντας και καίγοντας. Ο όλεθρος είχε πια φτάσει. Χιλιάδες βρήκαν το θάνατο και ανάμεσα τους οι φιλέλληνες Μάγερ, Ρέζερ, Κλέμπ, Σάπαν, Ντίτμαρ, Λίτσοβ, Σπίτσελμπεργκ, ο Ριντέζελ και οι επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, Γρίβας, Στουρνάρας, Σιαδήμας, Τρικούπης και Παπαδιαμαντόπουλος. Ο γηραιός πρόκριτος Καψάλης, αφού περίμενε να γεμίσει Τούρκους το κατάστημα όπου φτιάχναν τα φυσέκια, έδωσε φωτιά στην μπαρούτη και τινάχτηκε στον αέρα με εκατοντάδες γυναικόπαιδα και Τούρκους.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε στις 23 Απριλίου φώτισε αποκαΐδια της πόλης και χιλιάδες πτώματα στους δρόμους. Στο νησί Ανεμόμυλοι υπήρχε ακόμη στις 24 μια μικρή εστία αντίστασης, Όταν είδαν την απελπιστική θέση τους, προτίμησαν το θάνατο από την αιχμαλωσία και τινάχτηκαν στον αέρα.
Όσοι κατάφεραν να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό αντιμετώπισαν την καταδίωξη του εχθρικού ιππικού και αποδεκατίστηκαν. Ελάχιστοι διασώθηκαν στην κορυφή του Ζυγού. Από τους 9.000 Μεσολογγίτες διασώθηκαν 1.300 άνδρες, 7 γυναίκες και μερικά παιδιά που κατέφυγαν στην Άμφισσα όπου βρήκαν στοιχειώδη προστασία.
Όταν το αλγεινό άγγελμα έφτασε στην Επίδαυρο, όπου ακριβώς τότε είχε συνέλθει η Γ’ Εθνική Συνέλευση, σιγή τάφου επικράτησε επί μισή ώρα. «Εμέτρησε ο καθένας με το νου του τον αφανισμό μας», γράφει ο Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος μίλησε ενθαρρύνοντας τους παρισταμένους και συμβούλευσε νέα πολιτικές προπαρασκευές και σχηματισμό νέας κυβέρνησης στο Ναύπλιο.
Με την πολιορκία και την πτώση του Μεσολογγίου και τον ηρωικό εκείνο αγώνα, που θα μείνει αθάνατος όσο ο άνθρωπος θ΄αγαπά την πατρίδα του και θα θυσιάζεται γι΄ αυτήν, είχε πια γραφεί με μεγάλα ματωμένα γράμματα η αδιάλλακτη αντίθεση ανάμεσα στους έλληνες και τους Τούρκους. Ακόμη και η ψοφοδεής ευρωπαϊκή διπλωματία κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να γίνει στην Ανατολή και ότι το ελληνικό κίνημα δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί, ούτε να ταφεί σιωπηρά».



Καρλ Μέντελσον – Μπαρτόλντι
Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης
Απόδοση: Ελένη Γαρίδη

Δια την αντιγραφήν:
http://proskynhths.blogspot.com/
tezjorge@yahoo.gr



▓▓ μικρά ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓



 Πεζόδρομος Καλαμάτας. Στη Νιγρίτα πότε;