Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Έλλη Αλεξίου: «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν»
Ένα «χριστουγεννιάτικο» διήγημα (24 12 2009)

«Η Αγγελικούλα, μόλις άνοιξε τα μάτια της το πρωί, ξαναθυμήθηκε τη χτεσινή κουβέντα της μαμάς τους, ακριβώς όπως τους τα είχε πει αποβραδίς: «…γιορτές και να μη με ζητήσουν μήτε για πλύσιμο…μήτε για άσπρισμα…άλλο πια δεν έχει. Θα πάω να σταθώ στην οδός Αιόλου, να διακονέψω…».
Πάντα της ξενοδούλευε, γιατί ο άντρας της – πλανόδιος ντενεκετζής που ήταν – τι να βγάλει, και πού να φτάσουν, μα τώρα που είχε απομείνει μονάχη, ακόμα χειρότερα. «θα σταθώ στην οδός Αιόλου…και θα σας πάρω και σας. Τα σκολειά κλειστά είναι. Θα χαζέψετε και τον κόσμο…θα δείτε τα πράματα που θα ‘χουν απλωμένα από δω κι από κει…μπορεί να βρεθεί και κανείς χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα…».
- Πότε, μαμά, θα πάμε στην οδός Αιόλου; ρώτησε η Αγγελικούλα.
- Θα λέμε και τα κάλαντα της εξορίας; ρώτησε κι ο Πέτρος τη μαμά του.
- Να τα λέτε.
Κι ο Πέτρος άρχισε να σιγοτραγουδά από κει που ήταν ξαπλωμένος:
Αρχημηνιά-α κι α-αρχή χρο-νιά,
είν’ ο μπαμπάς, χρόνους εννιά
στη μ-στη μαύρην εξορία…
συ ‘σαι αρχό-συ ‘σαι αρχόντισσα κυρία…
- Θ’ αργήσουμε, μαμά, ακόμα;
Η Αγγελικούλα βιαζότανε να φύγουν.
- Εμ τώρα είναι ακόμα πρωί…καλά καλά δεν έφεξε. Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος.
- Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;
- Άμα βγει ο ήλιος.
- Κι αν δε βγει ο ήλιος, δε θα πάμε; ρώτησε ο Πέτρος.
- Τι να κάνουμε από τέτοιαν ώρα; Να ξεπαγιάσουμε άδικα;
- Τα παιχνίδια όμως, ας είναι και πρωί, δεν είναι στα τζάμια; ξανάπε ο Πέτρος. Αν μαζέψεις, μαμά, πολλά λεφτά, και μας δώσουν κι εμάς από τα κάλαντα, θα μου πάρεις, μαμά, κείνο το σιδερόδρομο που σου ‘λεγα;
Ήταν ένας σιδερόδρομος που έπιανε όλη τη βιτρίνα! Τα παιδιά, στα σκολειά, στα διαλείμματα, όλο για το σιδερόδρομο μιλούσαν. Διηγούνταν πώς κάνει γύρους. Πώς ανάβουν και σβήνουν τα ηλεκτρικά του. Πώς έχουν σειρά τα βαγόνια. Ανεβοκατεβαίνει στα βουνά, χωρίς να γκρεμίζεται. Περνάει κι ένα ποτάμι πάνω από μια γέφυρα και ύστερα!... τρυπώνει σ’ ένα τρυπημένο βουνό…και χάνεται!...μα σε λίγο…να σου τον και ξετρυπώνει από την άλλη μεριά της βιτρίνας, και ξαναρχίζει τα ίδια…
- Αυτά τα παιχνίδια είναι ακριβά! Δεν μπορούμε να τα’ αγοράσουμε μεις…
- Άμα πιάσουμε πολλά λεφτά;
- Όσα και να πιάσουμε…δεν μπορούμε.
- Πότε θα μπορέσουμε;
- Άμα έρθει ο μπαμπάς σου.
- Πότε θα ‘ρθει ο μπαμπάς μου;
- Άμα τον αφήσουν οι κακοί ανθρώποι.
- Θα τον αφήσουν πριν από την Πρωτοχρονιά;
- Ναι…ναι…πριν από την Πρωτοχρονιά.
- Κι άμα έρθει, θα μου πάρει το σιδερόδρομο;
- Ναι…ναι…
- Να του το πεις όμως και συ…
- Ναι…ναι…θα του το πω.

Στην οδό Αιόλου κόντεψαν να χαθούν. Ο Πέτρος έψαχνε να βρει το σιδερόδρομο, κι η Αγγελικούλα είδε μια κούκλα, που στεκόταν πίσω από το τζάμι και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, κι ανοιγόκλεινε τα μάτια της, και σταμάτησε, γιατί ήθελε να τη δει καλά.
- Αν δεν έχετε το νου σας, να το ξέρετε, πως θα χαθούμε. Εγώ θα στέκουμαι εδώ σε τούτη τη γωνιά. Μην ξεμακρύνετε…και να ‘στε πιασμένοι χέρι χέρι…
- Άντε να πάμε να βρούμε το σιδερόδρομο, είπε ο Πέτρος στην Αγγελικούλα, και ύστερα ξαναγυρίζομε.
Μπρος από τη βιτρίνα, που ήταν ο σιδερόδρομος, είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιδιά. Κι όλα φώναζαν:
- Κοιτάτε! Τώρα θ’ ανέβει, θα το δείτε, σ’ αυτό το ψηλό βουνό.
- Θα περάσει και το ποτάμι…πάνω από τη γέφυρα…
- Κοίτα το μηχανικό πώς κάνει;
- Τώρα θ’ ανάψει το πράσινο φως και θα σβήσει το κόκκινο.
- Θα μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, είπε το παιδί ενός καθηγητή, τώρα στις γιορτές, που θα τους δώσουν δυο μισθούς…
- Εγώ θα πω στο νονό μου, είπε ένα αδυνατούλικο, χλομό αγοράκι, να μου τον αγοράσει, που είναι σωφέρης.
- Η θεία μου η μικρή, είπε της μαμάς μου, πως θα βάλουν όλοι τους, ο θείος ο Νικόλας, κι ο θείος μου, που ‘χει το περίπτερο, να μου τον αγοράσουν…, είπε ένα άλλο παιδί.
- Εμάς, ξεθαρρεύτηκε ο Πέτρος, θα μας τον αγοράσει ο μπαμπάς μας…
Τα παιδιά στράφηκαν και πρόσεξαν τα δυο φτωχοντυμένα αδέλφια. Ο Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες και το γιακά, και στο λαιμό μαύρο κασκόλ, και καφέ γάντια, που βγαίναν όξω τα δυο πρώτα δάχτυλα. Η Αγγελικούλα δε φαινόταν τι φορούσε. Ήταν διπλοτυλιγμένη μέσα σ’ ένα μποξά σκούρο, σφιχτοδεμένο κάτω από τα χέρια, μ’ ένα κορδόνι. Τα παπούτσια τους – αρβυλάκια – ήτανε βουτηγμένα στη λάσπη, καθώς είχαν κάμει πεζή όλο το δρόμο, από του Ζωγράφου ως την οδό Αιόλου.
- Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;, ρώτησε τον Πέτρο το παιδί του καθηγητή.
- Είναι εξορία, μα θα ‘ρθει πριν από την πρωτοχρονιά.
- Ξέρεις πόσο κάνει ο σιδερόδρομος;, του λέει. Για να μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, θα δώσει το μισό μισθό, απ’ αυτόν που θα τους δώσουν για τις γιορτές.

Η Αγγελικούλα με τη μαμά και τον Πέτρο πήγαν και την άλλη μέρα στην οδό Αιόλου, και την παράλλη. Ο Πέτρος, κρατώντας την Αγγελικούλα από το χέρι, τραβούσε ίσια για τη βιτρίνα που ήταν ο σιδερόδρομος. Είχε το φόβο μην πάνε καμιά μέρα και βρούνε άδεια τη βιτρίνα. Κ’ ύστερα; Σαν έρθει ο μπαμπάς; Αν είναι πουλημένος ο σιδερόδρομος;
Τα βράδια, άμα χτυπούσε η οξώπορτα της μάντρας, τ’ αδλερφια συνερίζονταν ποιο να προλάβει ν’ ανοίξει πρώτο.
- Πώς θα καταλάβουμε πως είναι ο μπαμπάς μας;
- Από το γέλιο του.
- Εκείνος θα μας γνωρίσει;
- Ναι, ναι...
- Μα αφού δε μας ξέρει;
- Θα σας γνωρίσει από τη φωτογραφία που του στείλαμε.
Μα οι μέρες περνούσαν. Πέρασε και η Πρωτοχρονιά. Κόντευαν τα Φώτα, κι ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Ευτυχώς που κι ο σιδερόδρομος δεν είχε φύγει από τη βιτρίνα. Πολλά παιγνιδάκια, που κάνανε συντροφιά στο σιδερόδρομο, χάνονταν μέρα με τη μέρα. Κάτι σερβίτσια του τσαγιού, κάτι επιπλάκια, που στέκαν όρθια από δω κι από κει, μέσα στα κουτιά τους, πουλήθηκαν. Έλειψε κι η αρκούδα, που κοίταζε με τόση προσήλωση τα παιδιά, έφυγε και το αεροπλάνο, που κρεμόταν από ψηλά και, μόλις το κούρντιζαν, έφερνε γύρους. Όμως ο σιδερόδρομος έμενε πάντα στη θέση του. Μόνο πως άμα πέρασε η Πρωτοχρονιά, δεν περπατούσε πια. Είχε σταματήσει ακριβώς πάνω από τη γέφυρα. Και τα φώτα του δεν αναβοσβήνανε. Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος.
- Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία, είπε ο Πέτρος, θα μας τον είχε αγοράσει. Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία. Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι.
- Εμένα δεν μου τον πήρε ο μπαμπάς, γιατί δεν τους δώσανε τον άλλο μισθό.
- Ο νονός μου, είπε και το αδυνατούλικο αγοράκι, είπε στη μαμά μου πως είναι καλύτερα να μου αγοράσει μια φανέλα, γιατί έχω πλευρίτη. Ξέρεις πώς πονάω, άμα παίρνω ανάσα;
- Η θεία μου η μικρή, κι ο θείος μου ο Νικόλας, κι ο άλλος που ‘χει το περίπτερο, είπε και το άλλο παιδί, μ’ αγόρασαν καλύτερα τούτο το παλτό...γιατί το περσινό μου ήταν λιωμένο, μα και δε με χωρούσε κιόλας.
Κι ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν πολύ στενοχωρημένος. Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια.
Για όλους φέτος ήταν πολύ στενόχωρες οι γιορτές.
- Μα του χρόνου, θα δείτε, είπε η μαμά, στα δυο λυπημένα παιδιά της. Όλα θα ‘χουν αλλάξει...θα ‘ χουν φύγει οι κακοί ανθρώποι, κι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει, θα ‘χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια...»

Έλλη Αλεξίου, Προσοχή συνάνθρωποι, Καστανιώτης

Καλά Χριστούγεννα
ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟ (18 12 2009)

«1 Αλληλογραφία. Το παραδοσιακό «γράμμα» διανύει περίοδο παρακμής. Η επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι ταχύτερη και φυσικά φθηνότερη τόσο για τις επαγγελματικές όσο και για τις προσωπικές μας επαφές, με αποτέλεσμα η αλληλογραφία, οι όμορφες επιστολές, οι προσφωνήσεις, οι αποφωνήσεις, να αρχίζουν να μοιάζουν με ξεχασμένη τέχνη. Από την άλλη, εάν τελικά «λάβεις αυτό το γράμμα», σήμερα, η χαρά θα είναι πολλαπλή!
2 Μνήμη. Δεν φτάνει που σταματήσαμε να θυμόμαστε τα τηλέφωνα ακόμα και των πιο κοντινών μας προσώπων (ας όψεται η «μνήμη» του κινητού), σε λίγο δεν θα χρειάζεται να θυμόμαστε τίποτα πέρα απ’ το όνομά μας. Ένα απλό «γκουγκλάρισμα» (όπως είναι στην καθομιλουμένη η χρήση του google) αρκεί για να ανασυρθεί από την κοινή «μνήμη» του πλανήτη οποιαδήποτε πληροφορία, γεγονός, ημερομηνία. Στην εποχή του Ίντερνετ, δεν έχει πια τόση αξία πόσες πληροφορίες ή γνώσεις έχεις αποθηκεύσει στον «σκληρό» του μυαλού σου, αλλά πώς τις χρησιμοποιείς.
3 Νεκρός χρόνος. Αξίζει κανείς να προσπαθήσει να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που πέρασε μια ώρα χαζεύοντας έξω από το παράθυρο ή ξαναδιαβάζοντας ένα αγαπημένο βιβλίο. Εντάξει, μπορεί να είναι υπερβολή. Ισχύει στο ακέραιο, ωστόσο, για τις ώρες που περνάμε στη δουλειά: η γοητεία τού Ίντερνετ είναι τόση που αρχίζουμε να θυσιάζουμε ακόμα και την ώρα του διαλείμματος για φαγητό!
4 Αστικοί μύθοι. Πάει, έγιναν αέρας, όπως ακριβώς τους αξίζει! Μπορεί μια εποχή η ανταλλαγή τρομακτικών ιστοριών να κρατούσε «ζεστή» την παρέα τις νύχτες, σήμερα όμως... απλώς δεν πείθουν κανέναν (ούτε ακόμα τους χαζούληδες μιας παρέας - όλες έχουν από έναν). Το Ίντερνετ έχει κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές για αναξιοπιστία, αλλά έχει αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματικό στην απομυθοποίηση των διαφόρων ιστοριών συνωμοσίας, παρά στη διαιώνισή τους.
5 Άλμπουμ φωτογραφιών. Εδώ οι τύψεις πρέπει να βαραίνουν τόσο το Ίντερνετ όσο και την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Η πικρή αλήθεια, όμως, είναι ότι, πράγματι, από τις χιλιάδες φωτογραφίες που βγάζουμε κάθε χρόνο (μην έχοντας να ανησυχούμε ότι «τελειώνει το φιλμ»), ελάχιστες, εάν όχι καμία, βρίσκουν τον δρόμο για τα γνωστά μας άλμπουμ φωτογραφιών. Ένα καλώδιο αρκεί για να «ανεβάσουμε» τις εικόνες μας στο PC κι από εκεί στο Ίντερνετ και σε κάποια γωνιά του facebook ή του Flickr. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Ιούνιο που πέρασε η Kodak ανακοίνωσε την απόσυρση του ιστορικού έγχρωμου φιλμ, με 74 χρόνια κυκλοφορίας, Kodachrome.
6 Διακοπές. Ή σωστότερα το δικαίωμα στην άγνοια στις διακοπές. Θυμάστε εκείνη την εποχή που το άνοιγμα της τηλεόρασης μετά τις διακοπές πυροδοτούσε μια σειρά από εκπλήξεις - γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει, ενώ εμείς λείπαμε στο ερημονήσι, επί τούτου απέχοντες από όλους και όλα; Ε, σήμερα, όλο και κάποιο wi-fi θα «παίζει» τριγύρω, όλο και κάποιο iphone θα κυκλοφορεί στην παρέα, γεγονός που κάνει όλο και πιο δύσκολη την αποχή από την ενημέρωση.
7 Ιδιωτικότητα. Τη «σκότωσε» το Ίντερνετ, βοηθήσαμε όμως κι εμείς. Εάν οι εγκέφαλοι του Big Brother (της εκπομπής ριάλιτι) γνώριζαν πόσες προσωπικές πληροφορίες θα μεταδίδαμε οικειοθελώς προς τον έξω κόσμο μέσω των social media (του facebook κυρίως), θα παραιτούνταν πάραυτα. Σήμερα, ξέρουμε τα πάντα για τους πάντες, από το πώς λένε την ξαδέρφη τους και πού πήγαν διακοπές πρόπερσι, μέχρι πότε πήγαν στα μπουζούκια τελευταία φορά - όλα!
8 Συγκέντρωση. Οι παραγωγικοί εργαζόμενοι θα πρέπει να παίρνουν παράσημο, όχι απλά μπόνους! Με όλες αυτές τις «σειρήνες» στην οθόνη του υπολογιστή τους, ένα μόνο κλικ μακριά, είναι πράγματι να απορεί κανείς πώς συγκεντρώνονται για να εργαστούν. Τι να γίνεται στο facebook; Μήπως έχω κανένα νέο «μέιλ»; Τι να συζητούν τώρα στο twitter; Έγραψε ο αγαπημένος μου μπλόγκερ; Ερωτήσεις που κατακλύζουν το μυαλό ανά πεντάλεπτο.
9 Επανασυνδέσεις. Όσους παλιούς συμμαθητές και παλιές αγάπες βρήκαμε βρήκαμε. Οι πιθανότητες να πέσουμε πάνω σε κάποιον που δεν έχουμε ήδη εντοπίσει στο facebook, είναι μηδαμινές (αν δεν έχει προφίλ εκεί, με τι πρόσωπο κυκλοφορεί;), ενώ η συνάντηση με κάποιον που ήδη έχουμε αλληλοσκουντηθεί online κρύβει σαφώς μικρότερη χαρά από αυτή που θα παίρναμε προ Ίντερνετ.
10 Πασιέντζα. Η κανονική και αυτή στο κομπιούτερ (solitaire). Όπως και ο ναρκαλιευτής και τα υπόλοιπα παιχνίδια του PC, που μας κρατούσαν γλυκιά συντροφιά πριν ανακαλυφθεί η εικονική παιχνιδούπολη του Διαδικτύου. Σήμερα πάντως κανονική πασιέντζα ρίχνουν μόνο οι χαρτορίχτρες, ενώ αυτή του υπολογιστή ευδοκιμεί μόνον στις δημόσιες υπηρεσίες.
11 Ευγενική διαφωνία. Οι περισσότεροι κυκλοφορούμε στο Ίντερνετ ανωνύμως ή, το πολύ, ψευδωνύμως. Η διάχυτη αυτή... «απροσωπία» έχει λειτουργήσει μεν απελευθερωτικά για πολλούς, έχει «ξυπνήσει» όμως τα πιο ταπεινά ένστικτα άλλων, κυρίως σε ό, τι αφορά την ανταλλαγή απόψεων, δηλαδή τον ακρογωνιαίο λίθο του Ίντερνετ. Από τα βίντεο του Youtube μέχρι τα μπλογκ και τα σάιτ εφημερίδων, ξεσηκώνουν θύελλα σχολίων και διαφωνιών, που συχνά ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας. Αυτό που σε μια παρέα θα γινόταν αντικείμενο γόνιμης συζήτησης, στο Διαδίκτυο γίνεται αιτία να ξεσπάσουν... ανένδοτοι πόλεμοι.
12 Ακρόαση ενός δίσκου. Συγκεκριμένα, η ακρόαση ενός άλμπουμ από την αρχή έως το τέλος. Εδώ οι απόψεις διίστανται. Από τη μία, θεωρείται κατάκτηση το γεγονός ότι δεν χρειάζεται πια το κοινό να «υπομένει» 8 μέτρια κομμάτια, προκειμένου να ακούσει τα δύο που αξίζουν. Από την άλλη, όμως, θεωρείται αμφίβολο εάν άλμπουμ-αριστουργήματα, όπως για παράδειγμα το OK Computer των Radiohead, θα έβρισκαν την ανταπόκριση που τους άξιζε στη σημερινή εποχή.
13 Δισκάδικα. Αντίστοιχη τύχη επεφύλασσε το Ίντερνετ και στα πάλαι ποτέ «πιο αγαπημένα μας μέρη στον κόσμο», τα δισκάδικα-CDάδικα της γειτονιάς. Στην εποχή του «δωρεάν» και του τέλους του copyright, οι περισσότεροι θεωρούν απαρχαιωμένη συνήθεια την αγορά ενός δίσκου μουσικής στην τιμή των 20 ευρώ, απλά και μόνο για την έξτρα πλαστική θήκη.
14 Υπόληψη. Πρέπει να μην υπάρχει κάτι πιο εύκολο να «χάσεις» τη σήμερον ημέραν από αυτήν... Τόσο που αξίζουν πολλά μπράβο σε όσους αποφασίζουν να εισέλθουν στην πολιτική, γνωρίζοντας (ελπίζουμε!) πόσο εύκολο είναι να τσαλακωθεί η φήμη τους με το πρώτο στραβοπάτημα. Αυτό που κάποτε μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, ένα σαρδάμ, μία ατυχής έκφραση ή κίνηση, θα αναπαράγεται online στον αιώνα τον άπαντα, είτε σε βίντεο (στη χειρότερη περίπτωση) είτε σε μορφή σχολίου. Scripta manent και με bits και bytes.
15 Καλή πίστη. Χάθηκε μαζί με τα άλλα ρομαντικά «έθιμα» του παρελθόντος. Γνωρίζεις έναν γοητευτικό κύριο; Για καλό και για κακό τον «γκουγκλάρεις» (βλ. παραπάνω) για να μάθεις περισσότερα. Τον ψάχνεις και στο facebook για λεπτομέρειες. Στην πιο σοβαρή πλευρά του ζητήματος, το Ίντερνετ μας έκανε επιφυλακτικούς για τα πάντα. Κάθε ιστορία που ακούμε, κάθε φήμη ή πληροφορία που φτάνει στα αυτιά μας, περνά πρώτα από το κόσκινο του Διαδικτύου. Για καλό και για κακό.»

Εφημερίδα Καθημερινή 17/10/2009